Η οστεοπόρωση είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα και αδυναμία των οστών, που καθιστά το σώμα πιο επιρρεπές σε καταγμάτων. Συνήθως, η οστεοπόρωση εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες και επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις σπάνιων οστεοπορωτικών καταγμάτων που προκύπτουν από γενετικές μεταλλάξεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη των οστών και την υγεία τους. Αυτά τα σπάνια κατάγματα συχνά συνδέονται με συγκεκριμένα γονίδια που αυξάνουν την ευπάθεια στα κατάγματα. Συγκεκριμένα, άτομα υψηλού γενετικού κινδύνου όπως αυτός προσδιορίζεται από τον παρόν γενετικό έλεγχο, διατρέχουν ως και 55% πιο αυξημένο κίνδυνο για κατάγματα.
Στην περίπτωση των σπάνιων οστεοπορωτικών καταγμάτων, τα γονίδια που εμπλέκονται περιλαμβάνουν εκείνα που σχετίζονται με τη σύνθεση και τη δομή του οστού, καθώς και τον μεταβολισμό των οστών. Αυτά τα γονίδια μπορεί να αυξήσουν την ευαισθησία των οστών σε τραυματισμούς ή να περιορίσουν την ικανότητα τους να ανακάμπτουν μετά από κάταγμα.
Ο γενετικός έλεγχος αναλύει 500 γενετικές θέσεις για να υπολογίσει τον γενετικό κίνδυνο εμφάνισης οστεοπορωτικών καταγμάτων. Τέτοια γονίδια είναι:
Εκτίμηση κινδύνου: Ο γενετικός έλεγχος επιτρέπει την εκτίμηση του κινδύνου για εμφάνιση σπάνιων οστεοπορωτικών καταγμάτων, επισημαίνοντας τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.
Προσωποποιημένη διαχείριση: Γνώση του γενετικού κινδύνου μπορεί να οδηγήσει σε εξατομικευμένα προληπτικά μέτρα, όπως η αυξημένη πρόσληψη βιταμινών, συμπληρωμάτων ασβεστίου ή ενδυνάμωσης των οστών μέσω φυσικής δραστηριότητας.
Έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση: Η αναγνώριση των σπάνιων αυτών γενετικών παραλλαγών μπορεί να επιτρέψει την έγκαιρη διάγνωση και την πρόληψη καταγμάτων μέσω φαρμακευτικής αγωγής ή προληπτικής φροντίδας.