Οι δυσανεξίες και οι ευαισθησίες αναφέρονται σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις σε ορισμένες τροφές ή ουσίες, οι οποίες δεν εμπλέκουν το ανοσοποιητικό σύστημα με τον ίδιο τρόπο όπως οι αλλεργίες. Οι τροφικές δυσανεξίες συμβαίνουν όταν το σώμα δεν διαθέτει τα απαραίτητα ένζυμα για τη σωστή πέψη ορισμένων τροφών, οδηγώντας σε πεπτική δυσφορία. Για παράδειγμα, η δυσανεξία στη λακτόζη προκαλείται από έλλειψη λακτάσης, με συμπτώματα όπως φούσκωμα, αέρια και διάρροια μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών.
Οι τροφικές ευαισθησίες, αντίθετα, περιλαμβάνουν μη αλλεργικές αντιδράσεις, όπου ορισμένες τροφές προκαλούν συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, κόπωση, πόνους στις αρθρώσεις ή πεπτικά προβλήματα. Σε αντίθεση με τις δυσανεξίες, οι ευαισθησίες μπορεί να έχουν καθυστερημένη αντίδραση και να εξαρτώνται από τη δόση. Για παράδειγμα, η ευαισθησία στη γλουτένη προκαλεί δυσφορία χωρίς την αυτοάνοση απόκριση της κοιλιοκάκης.
Η διαχείριση αυτών των καταστάσεων περιλαμβάνει διατροφικές προσαρμογές, συμπληρώματα ενζύμων ή δίαιτες αποκλεισμού, προκειμένου να εντοπιστούν και να αποφευχθούν τα προβληματικά τρόφιμα, διατηρώντας παράλληλα ισορροπημένη διατροφή.
Μία γενετική εξέταση για δυσανεξίες και ευαισθησίες παρέχει μακροπρόθεσμες πληροφορίες για το πώς το σώμα ενός ατόμου μεταβολίζει τη λακτόζη, τη φρουκτόζη, την ισταμίνη και άλλες ουσίες, βάσει της γενετικής του προδιάθεσης. Σε αντίθεση με τα τεστ αναπνοής ή αίματος, που ανιχνεύουν τρέχουσες αντιδράσεις ή ανεπάρκειες, ένα τεστ DNA αποκαλύπτει εάν κάποιος είναι γενετικά προδιατεθειμένος σε δυσανεξία, ακόμα και πριν εμφανιστούν συμπτώματα.
Για παράδειγμα, η δυσανεξία στη λακτόζη σχετίζεται με παραλλαγές του γονιδίου LCT, που καθορίζει αν το σώμα συνεχίζει να παράγει λακτάση μετά την παιδική ηλικία. Αντιστοίχως, η δυσανεξία στη φρουκτόζη και η ευαισθησία στην ισταμίνη επηρεάζονται από γενετικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη λειτουργία ενζύμων. Η γνώση αυτών των προδιαθέσεων επιτρέπει έγκαιρες διατροφικές προσαρμογές, προλαμβάνοντας μακροχρόνια δυσφορία και επιπλοκές.
Οι εξετάσεις μας είναι μη επεμβατικές, απαιτούν μόνο ένα δείγμα και δεν προϋποθέτουν νηστεία ή κατανάλωση ύποπτων τροφών, όπως τα τεστ αναπνοής ή αποκλεισμού.
Φρουκτόζη: Η κληρονομική δυσανεξία στη φρουκτόζη είναι μια σπάνια αυτοσωμική υπολειπόμενη διαταραχή, που οφείλεται σε παραλλαγές στο γονίδιο της Αλδολάσης Β. Η έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων είναι απαραίτητη για τη διάγνωση, η οποία επιβεβαιώνεται με γενετικό έλεγχο. Ο γενετικός έλεγχος αναλύει 4 γενετικές θέσεις για την ακριβή αξιολόγηση του γενετικού κινδύνου εμφάνισης της διαταραχής.
Λακτόζη: Ο γενετικός έλεγχος αναλύει 2 γενετικές θέσεις για να υπολογίσει τον γενετικό κίνδυνο εμφάνισης δυσανεξίας στη λακτόζη. Η εξέταση απευθύνεται σε άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, φούσκωμα, διάρροια, αέρια και ναυτία μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων ή σε όσους επιθυμούν να κατανοήσουν καλύτερα τη γενετική τους προδιάθεση, ώστε να προσαρμόσουν τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους.
Ισταμίνη: Ο γενετικός έλεγχος αναλύει 4 γενετικές θέσειςγια να υπολογίσει τον γενετικό κίνδυνο εμφάνισης δυσανεξίας στην ισταμίνη.Η εξέταση απευθύνεται σε άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα δυσανεξίας στην ισταμίνη ή επιθυμούν να κατανοήσουν καλύτερα τη γενετική τους προδιάθεση, προκειμένου να προσαρμόσουν τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους και να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων.
Γλουτένη (κοιλιοκάκη): Ο γενετικός έλεγχος αναλύει αναλύει 42 γενετικές θέσεις για να υπολογίσει τον γενετικό κίνδυνο εμφάνισης κοιλιοκάκης
Η ανάλυση θα σας ενημερώσει εάν έχετε ευαισθησία σεκοινά είδη διατροφής όπως η λακτόζη, το αγελαδινό γάλα, το αυγό, τα φιστίκια, η μαγιά, τα ψάρια, το καλαμπόκι σόγιας και τα οστρακοειδή μεταξύ άλλων τροφών.
Η εξέταση για ισταμίνη εστιάζει σε γενετικούς δείκτες που επιβεβαιώνουν εάν ένα άτομο έχει την ικανότητα να διασπάσει την περίσσεια ισταμίνης, η οποία είναι μια φυσική ένωση που βρίσκεται στα τρόφιμα που παλαιώνονται ή αποτελούν προϊόν ζύμωσης.